-
1 маринад
-
2 мариновать
-
3 марииад
марииа́дм1. (соус) σάλτσα γιά μαρι-νάρισμα:рыба в \марииаде ψάρι μαρινάτο·2. (продукт) τό μαρινᾶτο, ἡ μαρινατούρα. -
4 маринад
[μαρινάντ] ουσ. α. μαρινάτο -
5 маринад
[μαρινάντ] ουσ α μαρινάτο -
6 маринад
-а α.μαρινάτο. || αρμΰρα για διατήρηση ψαριών, κρεάτων.
См. также в других словарях:
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
μαρινάτος — η, ο αυτός που έχει μαγειρευθεί με μαρινάτα («ψάρι μαρινάτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marinato] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
μαρινάτος — η, ο (λ. ιταλ.), ψάρι ή κρέας διατηρημένο σε μείγμα από ξίδι, λάδι, αλάτι, μπαχαρικά κτλ.: Για το δείπνο θα φτιάξω κοτόπουλο μαρινάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)